- θρομβωθέντος
- θρομβόομαιto become clottedaor part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρεπ — και κρέπι, το 1. ακατέργαστο καουτσούκ κιτρινόλευκου χρώματος, το οποίο λαμβάνεται ύστερα από αποξήρανση θρομβωθέντος ελαστικού γαλακτώματος στον θερμό αέρα και χρησιμοποιείται για την κατασκευή πελμάτων υποδημάτων και ως πρώτη ύλη από ελαστικό… … Dictionary of Greek